πρι φιξ

πρι φιξ
οι, Ν
άκλ. τιμές καθορισμένες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. prefix «προκαθορισμένος» (< γαλλ. προσυνθετικό μόριο pre + λατ. fixus, μτχ. τού figo «συναρμόζω, καρφώνω, ορίζω, προσδιορίζω»)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”